αγκωνιάζω

αγκωνιάζω
1. μετ.
1) ставить, класть в угол; 2) располагать под прямым углом; 3) слегка отталкивать локтем; 2. αμετ. спасаться, находить прибежище

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγκωνιάζω" в других словарях:

  • αγκωνιάζω — αγκωνιάζω, αγκώνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγκωνιάζω — [αγκωνή] 1. τοποθετώ στη γωνία 2. σπρώχνω προς τη γωνία 3. χαράζω στο έδαφος τις γωνίες οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί 4. ορθογωνιάζω (τοιχοποιία, ξυλουργική) …   Dictionary of Greek

  • αγκωνιάζω — αγκώνιασα, αγκωνιασμένος 1. ορθογωνιάζω τοίχο, ξύλο, πέτρα κτλ. 2. καταφεύγω: Δεν είχε η δύστυχη πού να αγκωνιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκώνιασμα — το [αγκωνιάζω] 1. η τοποθέτηση πράγματος στη γωνία 2. καταφύγιο, προστασία, υποστήριξη 3. το χτίσιμο γωνίας 4. η χάραξη στο έδαφος τών γωνιών οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»